Υπαπαντή (του Χριστού)

Υπαπαντή (του Χριστού)
Υπαπαντή (του Χριστού) Сретение Господне – двунадесятый Господний праздник, который Православная Церковь отмечает 2/15 февраля. Он установлен в память того, как Иисус Христос на сороковой день по рождении был принесен Пречистой Богородицей в Иерусалимский храм и встречен (сретен – церкслав.) святым праведным Симеоном, которому было сказано, что он не умрет, пока не увидит Спасителя, и старицей Анной, обитавшей при храме. Святой Симеон взял Младенца на руки и произнес: «Ныне отпущаеши раба Твоего, Владыко…» см. απολύω
Этим.
< υπαπαντώ < υπαντάω «идти навстречу» < υπ(ο)- + απαντώ «встречать»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "Υπαπαντή (του Χριστού)" в других словарях:

  • υπαπαντή — Δεσποτική εορτή, που τελείται σαράντα μέρες από τη γέννηση του Χριστού, (στις 2 Φεβρουαρίου), σε ανάμνηση της υποδοχής του Ιησού στο ναό από το Συμεών, και του καθαρισμού της Θεοτόκου από τη λοχεία. Στη Δ. Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία η Υ. είναι… …   Dictionary of Greek

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • Οσίου Λουκά, μονή — Μοναστήρι στους δυτικούς πρόποδες του Ελικώνα, μεταξύ Βοιωτίας και Φωκίδας. Κατά τη βυζαντινή και τη μεταβυζαντινή περίοδο αποτελούσε περίφημο πνευματικό και μοναστικό κέντρο της Ελλάδας. Ιδρύθηκε από τον Όσιο Λουκά τον Στειριώτη (Καστρί,… …   Dictionary of Greek

  • Λόχνερ, Στέφαν — (Stephan Lochner, Μέερσμπουργκ 1408; – Κολονία 1451). Γερμανός ζωγράφος. Υπήρξε από τους σημαντικότερους καλλιτέχνες της υστερογοτθικής περιόδου. Το έργο του έγινε ευρύτερα γνωστό κατά τον 19o αι., όταν οι κριτικοί της εποχής κατόρθωσαν να… …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Λέσβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Λαπίθη από τη Θεσσαλία. Φέρεται ως ιδρυτής της πόλης Μυτιλήνης του επίσης ομώνυμού του νησιού του Αιγαίου. Ο Λ. παντρεύτηκε την Μήθυμνα, κόρη του τοπικού βασιλιά Μακαρέα. Ο σχετικός μύθος υποδηλώνει ότι οι… …   Dictionary of Greek

  • Βέροια — Πόλη (42.910 κάτ.) της κεντρικής Μακεδονίας, πρωτεύουσα του νομού Ημαθίας από τη σύστασή του (1946) και έδρα του ομώνυμου δήμου. Η πόλη είναι χτισμένη στους ανατολικούς πρόποδες του Βερμίου, σε υψόμετρο 130 μ. Χαρακτηριστικά της παλιάς πόλης… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»